εμποιητικος

εμποιητικος
    ἐμποιητικός
    ἐμ-ποιητικός
    3
    образующий, порождающий, создающий
    

(τινος Arst., Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εμποιητικος" в других словарях:

  • εμποιητικός — ἐμποιητικός, ή, όν (Α) αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί κάτι («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐμποιητικός — productive of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικά — ἐμποιητικός productive of neut nom/voc/acc pl ἐμποιητικά̱ , ἐμποιητικός productive of fem nom/voc/acc dual ἐμποιητικά̱ , ἐμποιητικός productive of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικόν — ἐμποιητικός productive of masc acc sg ἐμποιητικός productive of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικαί — ἐμποιητικός productive of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικοί — ἐμποιητικός productive of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικούς — ἐμποιητικός productive of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητική — ἐμποιητικός productive of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικήν — ἐμποιητικός productive of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωροποιός — όν, Α 1. αυτός που κάνει κάτι χλωρό 2. αυτός που συντελεί στην βλάστηση 3. (κατά τον Ησύχ.) «χλωρὸν δέος τὸ χλωροποιόν τοιοῡτος γὰρ ὁ φόβος, χλωριάσεως ἐμποιητικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ἐμποιητικάς — ἐμποιητικά̱ς , ἐμποιητικός productive of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»